ὕπατος

ὕπατος
ὕπᾰτος, η, ον, also ος, ον (v. infr. 111.1),
A highest, uppermost, in Hom. as epith. of Zeus,

ὕπατε κρειόντων Od.1.45

;

θεῶν ὕπατος Il. 19.258

, al.; θεοὶ ὕπατοι the gods above, opp. οἱ χθόνιοι, A.Ag.89 (anap.), cf. 55 (anap.); Ζεὺς Γ. at Athens, Paus.1.26.5, al., Orac. ap.D.21.52 (coupled with Ἄθηνᾶ Ὑ. Orac. ap. eund.43.66);

ὕ. δῶμα Διός Pi.O.1.42

;

ὕ. τεθμός Id.N.10.32

;

ὑπάταν βασιληΐδα τειμάν Hymn.Is.143

.
2 simply of Place, ἐν πυρῇ ὑ. on the very top of the funeral pile, Il.23.165, 24.787; ὕ. ὄρος Epigr. ap. D.S.1.15.
b lowest,

κευθμοί A.R.3.1213

.
c furthest,

κέρας ὠκεανοῖο Id.4.282

.
3 of Time, last,

νοῦσος AP7.233

(Apollonid.): but οὐχ ὕπατον, πύματον δέ Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B. C.).
4 of Quality, highest, best, Pi.O.1.100;

ὕ. πρὸς ἀρετάν

most excellent,

Id.P.6.42

; ὕ. [μόρος] S.Ant.1332 (lyr.).
II c. gen., ὕπατος χώρας Ζεύς supreme over the land, A.Ag.509; ὕπατοι λεχέων high above the nest, ib.50 (anap.);

ὕ. τῶ σκάνεος ἅπαντος Ti.Locr.100a

;

σοφίας ὕπατος IG22.3632.7

(ii A. D.).
III as Subst.,
1 ὕπατος, , = Lat. consul, Plb.6.12.1, al., D.H.4.76, 6.1,7.1, al., Mon. Anc.Gr.5.1; cf.

στρατηγός 11.4

:—hence also, = ὑπατικός, τὰν ὑπάταν ἀρχάν Epigr. ap. Plu.Marc.30; but in this sense commonly with masc.termin.,

ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν Plb.2.11.1

(pl.), cf. 3.40.9, Hdn.2.6.6;

ὕπατος τιμή J.BJ7.4.2

.
2 ἡ ὑπάτη, v. sub voce.—For the form, cf. μέσατος, νέατος, μύχατος, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὕπατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατος — highest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ύπατος, -η — ο 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος: Ύπατα αξιώματα. 2. το αρσ. ως ουσ., ύπατος ο ένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στο ρωμαϊκό κράτος, καθώς και τίτλος του ανώτατου άρχοντα στη Γαλλία πριν από την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα …   Dictionary of Greek

  • Ὑπάτω — Ὕπατος masc nom/voc/acc dual Ὕπατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτω — ὕπατος highest masc/neut nom/voc/acc dual ὕπατος highest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτων — ὕπατος highest fem gen pl ὕπατος highest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάταις — ὕπατος highest fem dat pl ὑπάτη the highest of the three strings fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”